παλίγγλωσσος

παλίγγλωσσος
πᾰλίγγλωσσος, -ον
a uttered contrary to fact, lying παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν pr. N. 1.58
b perverse of tongue

οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24

c sign. incert. ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πιστὰς ἐφίλη[ς.]ν (παλίγγλωσσος coni. Wil.: unrelenting G-H.) Παρθ. 2. 63.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλίγγλωσσος — και πολίγλωσσος, ον (Α) 1. αντιφατικός, ψευδής 2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.) 3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα 4. δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + γλωσσος (< γλῶσσα)] …   Dictionary of Greek

  • παλίγγλωσσος — contradictory masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίγγλωσσον — παλίγγλωσσος contradictory masc/fem acc sg παλίγγλωσσος contradictory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιγγλώσσῳ — παλίγγλωσσος contradictory masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίγγλωττον — παλίγγλωσσον , παλίγγλωσσος contradictory masc/fem acc sg παλίγγλωσσον , παλίγγλωσσος contradictory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • παλίγλωσσος — παλίγλωσσος, ον (Α) βλ. παλίγγλωσσος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”